γραφέας

γραφέας
γραφέᾱς , γραφεύς
painter
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γραφέας — ο, η υπάλληλος γραφείου που ασχολείται με γραφική εργασία, καλαμαράς: Ήταν γραφέας στα δικαστήρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Θανάτου, γραφέας — (5ος αι. π.Χ.). Συμβατικό όνομα αρχαίου αγγειογράφου, του οποίου το πραγματικό όνομα παραμένει άγνωστο. Φιλοτεχνούσε λευκές ληκύθους, που επειδή τις χρησιμοποιούσαν κυρίως σε νεκρικές τελετές, η θεματολογία τους ήταν εμπνευσμένη από αυτές. Έχουν… …   Dictionary of Greek

  • ακτουάριος — ἀκτουάριος, ο (AM) μσν. γιατρός τής αυτοκρατορικής αυλής αρχ. 1. γραφέας τών Ρωμαίων, ο οποίος στενογραφούσε τις αγορεύσεις στη Γερουσία και στα δικαστήρια, καθώς και τους ρητορικούς λόγους που εκφωνούνταν στην εκκλησία τού δήμου 2. αξιωματικός… …   Dictionary of Greek

  • λιβλάριος — λιβλάριος, ὁ (Α) γραμματέας, γραφέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. librarius, ii «βιβλιογράφος, γραφέας» < liber «βιβλίο». Ο τ. λιβλάριος με αφομοιωτική τροπή τού ρ σε λ < λιβράριος] …   Dictionary of Greek

  • -ευς — το ονοματικό επίθημα εύς είναι χαρακτηριστικό τής Ελληνικής, εφόσον δεν απαντά σε άλλες ΙΕ γλώσσες και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη (περίπου 500 ονόματα σε ευς). Η ακριβής του προέλευση παραμένει άγνωστη, παρά τις κατά καιρούς… …   Dictionary of Greek

  • αφίσα — Έντυπο που τοιχοκολλείται ή τοποθετείται σε ειδικό χώρο, με προορισμό να μεταδώσει στον περαστικό, με τρόπο σύντομο αλλά και αποτελεσματικό, κάποιο μήνυμα ή να τον πληροφορήσει για κάποια εκδήλωση. Η α. είναι η σημαντικότερη και γνωστότερη από… …   Dictionary of Greek

  • βιβλιογράφος — ο (AM βιβλιογράφος, Α και βιβλιαγράφος) νεοελλ. αυτός που ασχολείται συστηματικά με τη βιβλιογραφία αρχ. μσν. γραφέας ή αντιγραφέας χειρογράφων. [ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλίον + γράφος] …   Dictionary of Greek

  • γονιός — και γονέας και γονής, ο (AM γονεύς) 1. ο πατέρας 2. συνήθως στον πληθ.) οι γονείς και γονιοί και γονέοι και γονικά α) πατέρας και μητέρα μαζί β) πρόγονοι νεοελλ. φρ. «πείνα και τών γονέων» πολύ μεγάλη πείνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *gon , ετεροιωμένη… …   Dictionary of Greek

  • γραφή — Τεχνική που επινοήθηκε από τον άνθρωπο για να επικοινωνεί με τους άλλους και συνίσταται στην ορατή και σχετικά διαρκή αποτύπωση είτε του περιεχομένου, είτε, στις πιο εξελιγμένες φάσεις, της ίδιας της μορφής των γλωσσικών σημείων. Η πρώτη γ. ήταν… …   Dictionary of Greek

  • καλογραφέας — καλογραφέας, ὁ (Μ) αυτός που γράφει ωραία. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + γραφέας (< γράφω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”